Σε έναν τόπο μαγικό, που κανένας μέχρι τότε δεν ήξερε πως υπήρξε, ήρθαν όλοι οι ήρωες των παραμυθιών στους ανθρώπους να μιλήσουν, αφού τώρα ήταν η σειρά τους για να ζήσουν. Λίγες σελίδες είχαν μείνει μόνο άγραφες στο βιβλίο της ζωής -αυτές θα 'ταν δικές τους, είπαν.
Ήταν στην αρχή χαρούμενοι πολύ, μα όσο οι ήρωες τους άφηναν, τόσο οι άνθρωποι βούλιαζαν στην πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα ξέρετε, αν ποτέ την κοιτάξεις κατάματα σου κατασπαράζει την ψυχή. Έτσι κι εκείνοι έπαθαν. Και μαζί με τους ήρωες χάθηκαν και τα καλά συναισθήματα. Αυτά τα πήραν μάγισσες μοχθηρές, τα έπλασαν με τέχνη και τα 'βαλαν ψηλά-ψηλά στα πιο μακρινά και δύσβατα βουνά, ανθρώπινο χέρι ποτέ να μη τα φτάσει. Και σκόρπισαν με μιας όλο το μίσος, τη διχόνοια, τη θλίψη, την απελπισία του κόσμου.
Οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι έπρεπε να πράξουν, τρόμαξαν με την πραγματικότητα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν. Φρόντισαν έτσι να ζουν μονάχοι, ο ένας τον άλλον πότε να μη βλάψει. Και ‘φτιαξαν τα σπίτια τους μακριά και φύλαξαν τις καρδιές τους ακόμα πιο μακριά. Μα χωρίς τη ζεστασιά της καρδιάς, άρχισαν γρήγορα να μισούν, να φθονούν και να πονούν.