Συνείδηση είναι η κατάσταση που υποδηλώνει το επίπεδο εγρήγορσης του ατόμου.
Πιο αναλυτικά, συνείδηση είναι η κατάσταση εκείνη του οργανισμού που επιτρέπει στο άτομο να αναπτύξει τις λειτουργίες που είναι απαραίτητες ώστε να γνωρίζει το περιβάλλον του, τα συμβαίνοντα γύρω του και μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.
Είναι η ξεκάθαρη γνώση της ζωής, τόσο στις εξωτερικές της εκδηλώσεις, όσο και στις εσωτερικές.
Είναι η ελεγμένη, από όλες τις απόψεις, αντίληψή μας για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, στον άνθρωπο και στους άλλους συνανθρώπους του, για τη συμπεριφορά μας στο κοινωνικό περιβάλλον, για τα πιστεύω μας.
Η συνείδηση του κάθε ανθρώπου δεν είναι κάτι που είναι διαμορφωμένο από την αρχή, αλλά σχηματίζεται σε άμεση εξάρτηση από το περιβάλλον και τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν αυτό το περιβάλλον. Βοηθούν στη διαμόρφωση της συνείδησης οι αισθήσεις, που μ' αυτές δεχόμαστε τον κόσμο τον εξωτερικό και τις επιδράσεις του. Ταυτόχρονα, εσωτερικά, με τις νοητικές λειτουργίες, δημιουργούμε μια δική μας καθαρή γνώση αυτού του κόσμου.
Η συνείδηση μπορεί να είναι ατομική, όταν αυτή αφορά ένα μόνο άτομο, αλλά και κοινωνική, όταν αναφέρεται στην αποκτημένη συνολική αντίληψη της κοινωνίας πάνω στα βασικότερα ζητήματα. Κοινωνική συνείδηση είναι τα ήθη και τα έθιμα, οι ηθικοί κανόνες και νόμοι που διέπουν αυτή την κοινωνία και που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της.
Για την ψυχολογία, η συνείδηση είναι η ανώτερη ψυχοπνευματική λειτουργία του ανθρώπου.
Αυτή καθορίζει το χαρακτήρα του ατόμου, είναι το πιστοποιητικό της προσωπικότητάς του.
Όλες οι ενέργειες πρέπει να ελέγχονται από αυτήν.
Στο βαθμό που η συνείδηση είναι στηριγμένη σε σωστές βάσεις, οι ενέργειες αυτές θα είναι θετικές, αν όμως η συνείδηση έχει λαθεμένες κατευθύνσεις, τότε οι συνέπειες των ενεργειών μας θα είναι αρνητικές.
Στη φιλοσοφία υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρίες σε σχέση με τη συνείδηση:
Η ιδεαλιστική, που λέει πως συνείδηση είναι κάτι που υπάρχει στον άνθρωπο από την εμφάνισή του στον κόσμο και βρίσκεται πάνω από την πραγματικότητα.
Και η υλιστική θεωρία που βλέπει τη συνείδηση ως καρπό των εξωτερικών αντικειμενικών συνθηκών, ως επεξεργασμένη αντανάκλαση του περιβάλλοντος του ατόμου.
Η φωνή της συνείδησής μας,
δηλαδή η φωνή της ψυχής, είναι πολύ απαλή,
σε αντίθεση με τη φωνή των εγωισμών μας
που είναι βροντερή.
Αν ακούμε τη φωνή της ψυχής, εκείνη μάς οδηγεί στη Τελειότητα, στα κατάλληλα μονοπάτια σε όλο το φάσμα της ζωής μας.
Ενώ αντίθετα, η φωνή του εγωισμού είναι ουσιαστικά η φωνή των φόβων μας, και αυτή η φωνή μάς οδηγεί σε λάθος επιλογές, στο πόνο και τη δυσαρμονία.
Ένα μεγάλο μυστικό της πνευματικής εξέλιξης του ανθρώπου είναι να ακολουθεί την δική του φωνή της συνείδησης.
Να ενεργεί σύμφωνα με τις δικές της τάσεις και προτιμήσεις, που είναι πάντοτε ό,τι καλύτερο υπάρχει για μας.
Να ενεργούμε σε συμφωνία και σε συντονισμό με τον ανώτερό μας εαυτό και όχι σύμφωνα με το θέλουν οι άλλοι για μας.
Να είμαστε δηλαδή ο εαυτός μας.
Αυτό το οποίο συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η φωνή της συνείδησής μας είναι η φωνή του πραγματικού και ανώτερου εαυτού μας.
Φωνή της συνείδησης ίσον
φωνή του ανώτερου εαυτού μας
Αν καταφέρουμε να την ακούσουμε θα ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τα εσωτερικά δεσμά και θα απαλλαγούμε από τις εξωτερικές και τις κατώτερες επήρειες που υπάρχουν μέσα μας. Το να ακούμε την φωνή της συνείδησής μας και να εναρμονιζόμαστε με αυτή είναι μια τέχνη, η οποία απαιτεί μεγάλη διάκριση και προετοιμασία, διότι έχουμε να κάνουμε με μια πηγή ανώτερων δονήσεων που βρίσκεται μέσα μας και η επικοινωνία μαζί της θα αυξήσει την «συχνότητά» μας.
Ας δούμε ορισμένους παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη στην προετοιμασία μας.
1. Πρέπει, πρώτα από όλα να αποκτήσουμε αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.
Η αυτοεκτίμηση δεν έχει καμία σχέση με την αλαζονεία αλλά είναι η εμπιστοσύνη στο θείο στοιχείο που υπάρχει μέσα μας. Είναι το να μην υποβιβάζουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας και να αισθανόμαστε, βαθιά μέσα μας, έστω και αν οι δυνατότητές μας είναι λίγες, ότι σε κάθε περίπτωση θα δίνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε.
2. Να παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά τις τύψεις και τις ενοχές μας.
Υπάρχει βέβαια η περίπτωση οι ενοχές να είναι ψευδείς. Να νιώθουμε ότι κάναμε κάτι κακό ενώ στην πραγματικότητα αυτό το οποίο έχουμε κάνει να μην είναι καθόλου λάθος. Να έχουμε δηλαδή μπερδευτεί από τις προκαταλήψεις, τις δικές μας και της κοινωνίας. Όταν όμως κατορθώσουμε να εντοπίσουμε την σωστή «αίσθηση» των πραγματικών ενοχών τότε θα έχουμε ένα εξαιρετικό εργαλείο, με το οποίο θα μπορούμε να διακρίνουμε το σωστό και το λάθος.
Η διάκριση αυτή γίνεται με την καρδιά και όχι με τον νου.
3. Η αίσθηση αυτή είναι άκρως ανιδιοτελής, δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις δήθεν ανάγκες μας και τα δήθεν συμφέροντά μας και επίσης φαίνεται πως δεν έχει καθόλου συνδυάσει την αίσθηση του χρόνου με τις συνθήκες. Δεν έχει καμία αναβλητικότητα. Απαιτεί να συμφιλιωθούμε αμέσως με τους εχθρούς μας, να τακτοποιήσουμε αμέσως τις εκκρεμότητες με τους συνανθρώπους μας, να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας με τους γονείς μας χωρίς καθυστέρηση κλπ. Είναι πολύ δύσκολο να την ακολουθήσουμε γιατί όλα αυτά που «ζητάει» απαιτούν στροφή 180 μοιρών μέσα μας. Δηλαδή ριζικές αλλαγές στην ζωή μας και στην νοοτροπία μας. Αυτό το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι κάνουν είναι να βρίσκουν κάποια δικαιολογία ώστε να μην κάνουν αυτό που τους λέει η καρδιά τους, γιατί νομίζουν ότι κάτι θα χάσουν, ότι δεν συμφέρει, ότι ακόμα δεν ήρθε η ώρα, περιμένουμε τις κατάλληλες συνθήκες κλπ.
4. Η φωνή αυτή της συνείδησής μας εκδηλώνεται μέσω των συναισθημάτων μας.
Προσοχή όμως δεν είναι συναισθηματισμός, ούτε καν συναίσθημα, αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ και νοήμον. Είναι ένας σοφός δάσκαλος, που εκφράζεται μέσω των συναισθημάτων μας αλλά ο ίδιος δεν είναι συναίσθημα, γι αυτό και δεν μας δημιουργεί εξαρτήσεις. Ό,τι θυμίζει την φωνή της συνείδησής μας αλλά δημιουργεί εντάσεις, συμφεροντολογία και εξαρτήσεις, είναι στην πραγματικότητα ένας «διανοητικός απατεώνας». Είναι η φωνή του μυαλού μεταμφιεσμένη σε φωνή της καρδιάς. Πόσες φορές στην ζωή μας δεν έχουμε αισθανθεί ότι κάνουμε κάτι κακό, κάτι λάθος και όμως μετά, αντί να αλλάξουμε συμπεριφορά και να κάνουμε το σωστό, αυτό που μας λέει η καρδιά μας, δεν αρχίζουμε τις δικαιολογίες για να καθησυχάσουμε την συνείδησή μας;
5. Ο σοφός αυτός διδάσκαλος, δεν σκέφτεται καθόλου με τους δικούς μας όρους. Δεν υπολογίζει εθνικότητα, φύλο, φυλή, θρησκεία, πατρίδα, ήθη και έθιμα και όποιον άλλο διαχωρισμό έχουν δημιουργήσει οι άνθρωποι από φόβο και αλαζονεία. Κοιτάει μόνο την αγάπη, το καλό, την προσφορά, την ταπεινότητα, την ειλικρίνεια, την ισορροπία, την ειρήνη, τις ανθρώπινες σχέσεις.
Εμείς κοιτάμε το «συμφέρον» και τις «ανάγκες» μας.
Επηρεαζόμαστε και μιμούμαστε του άλλους.
Παλεύουμε για «αναγνώριση».
Η δήθεν αίσθηση της δικαιοσύνης που έχουμε είναι στην πραγματικότητα ο μεταμφιεσμένος εγωισμός μας. Και αυτή είναι η αιτία που πολύ δύσκολα αποφασίζουμε να δώσουμε τον λόγο σε αυτόν τον δάσκαλο μέσα μας και να συντονιστούμε με αυτόν. Αν το κάνουμε όμως η μεταμόρφωση θα είναι εκπληκτική! Θα αρχίσει μια σχεδόν απίστευτη συνεργασία με τον ίδιο τον ανώτερο εαυτό μας, τον οποίον όσο περισσότερο ακούμε τόσο περισσότερο θα μας μιλάει.
Αυτό που τώρα βιώνουμε ως ενοχλητική φωνή της συνείδησης θα μετατραπεί σε διαίσθηση και ανώτερη συνειδητότητα.
Αυτό το οποίο πρέπει να κάνουμε λοιπόν
είναι να αφουγκραζόμαστε
την φωνή της συνείδησής μας,
να μην λέμε δικαιολογίες
και ψέματα προς τον εαυτό μας
και να ενεργούμε σύμφωνα με τις δικές της οδηγίες.
Αυτό θα μας οδηγήσει στην αλλαγή του χαρακτήρα μας και στην απαλλαγή μας από πολλές αδυναμίες και ελαττώματα.
Δεν είναι όμως καθόλου εύκολο.
Ας φαντασθούμε κάποιον έμπορο ο οποίος κλέβει τους πελάτες του.
Η συνείδησή του θα του πει ότι αυτό δεν είναι σωστό. Θα το νοιώσει με την μορφή ενός μάλλον δυσάρεστου συναισθήματος. Η συνήθης αντίδραση των ανθρώπων είναι να το αγνοήσουν, ίσως προσπαθώντας πανικόβλητοι να τραβήξουν την προσοχή τους αλλού.
Έτσι εξηγούνται πολλά από τα «ενδιαφέροντά» μας, τα κουτσομπολιά, τα χόμπι, οι διαμάχες μας με τους ανθρώπους, η ασταμάτητη ακρόαση μουσικής, η εργασιομανία κλπ. Όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις, όχι πάντοτε, είναι τα πονηρά μέσα που χρησιμοποιούμε για να αποσπάσουμε την προσοχή μας από την ενοχλητική φωνή της συνείδησής μας.
Αν ο άνθρωπος του παραδείγματός μας το πάρει απόφαση θα ακούσει την αίσθηση της συνείδησής του που θα τον πληροφορήσει ότι είναι ένας κλέφτης. Τότε μπορεί να αρχίσουν οι δικαιολογίες. Μα και η εφορία μας κλέβει, όλοι κλέβουν, μα δεν παίρνω πολλά περισσότερα, μόνο κάτι ψιλά, είναι τόσο λίγα που δεν ζημιώνεται κανείς, αν δεν το κάνω θα χρεοκοπήσω… κλπ.
Αυτές είναι οι δικαιολογίες του μυαλού του που προσπαθεί με διπλωματικό τρόπο να προστατεύσει τα κεκτημένα. Αν με την καλή διάθεση, την διάκριση και την ειλικρίνεια, ξεπεραστεί και αυτό το εμπόδιο, τότε ο άνθρωπος αυτός θα αντιληφθεί ότι είναι ένας κοινός κλέφτης. Τίποτα το εξιδανικευμένο. Ούτε ανωτέρα βία, ούτε όλοι έτσι κάνουν, ούτε έτσι είναι τα πράγματα. Θα πει: «ναι είμαι ένας κλέφτης, καμία δικαιολογία!».
Μετά από αυτό θα του είναι πολύ δύσκολο να ξανακλέψει. Θα γνωρίζει πλέον όμως ότι δεν είναι ο ανώτερος αυτός άνθρωπος, ο δίκαιος, που έως τώρα φανταζόταν ότι ήταν. Η «μεγαλειώδης» αυτοεικόνα του θα καταρρεύσει.
Μόνο αυτός που είναι έτοιμος να δώσει ένα τέτοιο χαστούκι στον εαυτό του μπορεί να προχωρήσει.
Η συνείδησή μας, όταν πλέον αποφασίσουμε να την λάβουμε στα σοβαρά υπ’ όψη, θα μας δώσει πολλές «οδηγίες» και κατευθύνσεις στην ζωή μας.
Για κάθε περίσταση θα έχει και από μια «συμβουλή».
Ένα αίσθημα που θα μας καθοδηγεί προς τον ίσιο δρόμο.
Όταν λυθούν τα χέρια της συνείδησής μας, αυτή καθίσταται πολύ «ομιλητική» και κατατοπιστική.
Θα μας βοηθήσει να αλλάξουμε την ζωή μας, να βελτιώσουμε τον χαρακτήρα μας, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, πραγματικά χρήσιμοι στους άλλους.
Θα αλλάξει τον τρόπο σκέψης μας, θα μας συμβουλεύσει να αποβάλλουμε τις μέχρι τώρα ιδέες μας και τα δήθεν ιδανικά μας.
Θα μας προσγειώσει στην πραγματικότητα και θα γκρεμίσει τις αυταπάτες που έχουμε για το άτομό μας.
Θα μας οδηγήσει στον δρόμο της ελευθερίας, της ταπεινότητας και της προσφοράς.